- ευτέλεια
- η1) перен. дешёвка (прост.); низкопробность; 2) низость, подлость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐτελείᾳ — εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτέλεια — having little to pay fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η 1. μικρή αξία, κατώτερη ποιότητα. 2. μτφ., μικροπρέπεια, χυδαιότητα: Ευτέλεια χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελείας — εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem acc pl εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem gen sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem acc pl (ionic) εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείαι — εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείαις — εὐτέλεια having little to pay fem dat pl εὐτέλεια having little to pay fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείῃ — εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (epic ionic) εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑτέλεια — εὐτέλεια , εὐτέλεια having little to pay fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείην — εὐτέλεια having little to pay fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελίη — εὐτέλεια having little to pay fem nom/voc sg (epic ionic) εὐτελίη having little to pay fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)